πομπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πομπικός | η | πομπική | το | πομπικό |
γενική | του | πομπικού | της | πομπικής | του | πομπικού |
αιτιατική | τον | πομπικό | την | πομπική | το | πομπικό |
κλητική | πομπικέ | πομπική | πομπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πομπικοί | οι | πομπικές | τα | πομπικά |
γενική | των | πομπικών | των | πομπικών | των | πομπικών |
αιτιατική | τους | πομπικούς | τις | πομπικές | τα | πομπικά |
κλητική | πομπικοί | πομπικές | πομπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πομπικός < αρχαία ελληνική πομπικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πομπικός
- κατάλληλος για πομπή, ίσως ο πομπώδης αλλά πάντως ο εντυπωσιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πομπικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πομπικός < πομπεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
πομπικός
- κατάλληλος για πομπή (άλογο, ρούχο, κόσμημα, ασπίδα, τραγούδι κ.λπ.)
- ἢν δέ τις ἄρα βουληθῇ καὶ πομπικῷ καὶ μετεώρῳ καὶ λαμπρῷ ἵππῳ χρήσασθαι : αν κάποιος θέλει να αποκτήσει άλογο κατάλληλο για πομπές, ζωηρό και ψηλό