πορθμεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Αν έχει δύο πληθυντικούς. ‑‑Sarri.greek  | 21:16, 20 Ιανουαρίου 2023 (UTC)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πορθμεύς οἱ πορθμεῖς - πορθμῆς*
      γενική τοῦ πορθμέως τῶν πορθμέων
      δοτική τῷ πορθμεῖ τοῖς πορθμεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πορθμέ τοὺς πορθμέᾱς
     κλητική ! πορθμεῦ πορθμεῖς - πορθμῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορθμ1 ή πορθμεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  πορθμέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορθμεύς < πορθμ(ός) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορθμεύς αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]