πορνοβοσκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορνοβοσκός οι πορνοβοσκοί
      γενική του πορνοβοσκού των πορνοβοσκών
    αιτιατική τον πορνοβοσκό τους πορνοβοσκούς
     κλητική πορνοβοσκέ πορνοβοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορνοβοσκός < αρχαία ελληνική πορνοβοσκός < πόρν(η) + -ο- + βοσκός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορνοβοσκός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πορνοβοσκός οἱ πορνοβοσκοί
      γενική τοῦ πορνοβοσκοῦ τῶν πορνοβοσκῶν
      δοτική τῷ πορνοβοσκ τοῖς πορνοβοσκοῖς
    αιτιατική τὸν πορνοβοσκόν τοὺς πορνοβοσκούς
     κλητική ! πορνοβοσκέ πορνοβοσκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορνοβοσκώ
γεν-δοτ τοῖν  πορνοβοσκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορνοβοσκός < πόρν(η) + -ο- + βοσκός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορνοβοσκός θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]