πορνο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορνο- < → λείπει η ετυμολογία
Πρόθημα[επεξεργασία]
πορνο-
- πορνοβοσκός
- πορνόγερος
- πορνογράφημα
- πορνογραφία
- πορνογραφικός
- πορνογράφος
- πορνοπεριοδικό
- πορνοστάρ
- πορνοταινία