πορσελάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορσελάνη οι πορσελάνες
      γενική της πορσελάνης των πορσελανών
    αιτιατική την πορσελάνη τις πορσελάνες
     κλητική πορσελάνη πορσελάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορσελάνη < (άμεσο δάνειο) ιταλική porcellana[1] < porcella < porco + -ella < λατινική porcus (γουρούνι)[2] < πρωτοϊταλική *porkos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pórḱos < *perḱ- (σκάβω)
Κινέζικο σκεύος από πορσελάνη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορσελάνη θηλυκό

  1. γενική ονομασία του αδιαφανούς σκληρού υλικού που προέρχεται από την υαλοποίηση του καολίνη (επίσης και η καολίνη) ή άλλων πρώτων υλών
    ※  Απ' έξω ήταν από τερακότα και το κοίλο εσωτερικό της από λευκή πορσελάνη (Ιερώνυμος Λύκαρης, Μαύρα κουφέτα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013 [1])
  2. (συνεκδοχικά) αντικείμενα φτιαγμένα από πορσελάνη
    ※  Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Εκδόσεις Ιωλκός, 2015 [2])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πιθανόν μετατράπηκε σε θηλυκό με την επίδραση του γαλλικού porcelaine
  2. «Η ιταλική λέξη πρωτοεμφανίζεται τον 13ο αιώνα στο Βιβλίο τού Μάρκο Πόλο, όπου έχει τις σημασί­ες «μονόστρακο μαλάκιο» και «εκλεκτό, ανθεκτικό κεραμικό», θεωρείται πιθανά ότι η ονομασία οφεί­λεται σε ομοιότητα τού κοχυλιού με μικρό γουρουνάκι (ως προς την πρώτη σημασία). Περαιτέρω, η στιλπνή και λεία επιφάνεια τού κοχυλιού οδήγησε στη δήλωση τού γνωστού κεραμικού.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.