πορτιέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορτιέρης οι πορτιέρηδες
      γενική του πορτιέρη των πορτιέρηδων
    αιτιατική τον πορτιέρη τους πορτιέρηδες
     κλητική πορτιέρη πορτιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορτιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική portiere + -ης < γαλλική portier [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε πόρτ(α) + -ιέρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poɾˈtçe.ɾis/ & /poɾˈti̯e.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐τιέ‐ρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορτιέρης αρσενικό (θηλυκό πορτιέρισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]