πορτμονέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορτμονέ < γαλλική porte-monnaie (πορτοφόλι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορτμονέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]