πορτμονέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτμονέ < γαλλική porte-monnaie (πορτοφόλι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτμονέ ουδέτερο άκλιτο
- είδος γλυκίσματος που φτιάχνεται από στρογγυλή ζύμη διπλωμένη στα δύο, με μαρμελάδα στη μέση