ποταμιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ποταμιά, ποτάμια, Ποτάμια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποταμιά οι ποταμιές
      γενική της ποταμιάς των ποταμιών
    αιτιατική την ποταμιά τις ποταμιές
     κλητική ποταμιά ποταμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποταμιά < ποτάμ(ι) + -ιά [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.taˈmɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τα‐μιά
ομόηχο: Ποταμιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποταμιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]