πουκαμίσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουκαμίσα οι πουκαμίσες
      γενική της πουκαμίσας των πουκαμισών
    αιτιατική την πουκαμίσα τις πουκαμίσες
     κλητική πουκαμίσα πουκαμίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουκαμίσα < πουκάμισ(ο) + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pu.kaˈmi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐κα‐μί‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουκαμίσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]