πουλοβεράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουλοβεράκι | τα | πουλοβεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πουλοβεράκι | τα | πουλοβεράκια |
κλητική | πουλοβεράκι | πουλοβεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουλοβεράκι < υποκοριστικό του πουλόβερ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουλοβεράκι ουδέτερο
- μικρό ή ελαφρύ ή ψιλό πουλόβερ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουλοβεράκι
|