πουλόβερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα με ασπρόμαυρο καρό πουλόβερ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουλόβερ < αγγλική pullover

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουλόβερ ουδέτερο άκλιτο

  • πλεκτό ρούχο, για το πάνω μέρος του σώματος, από τη μέση μέχρι το λαιμό, συνήθως μάλλινο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]