πουριτανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουριτανός < αγγλική Puritan[1] [2] < purity + -an < pure < λατινική purus (καθαρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- / *pewh₂- (καθαρίζω, εξαγνίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουριτανός αρσενικό (θηλυκό πουριτανή)
- (θρησκεία, ιστορία) το μέλος της θρησκευτικής κίνησης που εκδηλώθηκε από την Προτεσταντική Εκκλησία κατά το 16ο και 17ο αιώνα, η οποία έθετε το αίτημα της εκκαθάρισης της Αγγλικανικής Εκκλησίας από ρωμαιοκαθολικά στοιχεία (π.χ. το θεσμό των επισκόπων) και προωθούσε μεγάλη αυστηρότητα στα ήθη
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος με υπερβολικά αυστηρές και κάθετες ηθικές αρχές τις οποίες, συνήθως, υπερασπίζεται υποκριτικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπουριτανή
- αντιπουριτανικός
- αντιπουριτανός
- πουριτανικά
- πουριτανικός
- πουριτανή
- πουριτανισμός
- → δείτε τη λέξη πούρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουριτανός
- ↑ πουριτανός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πουριτανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)