πουταναριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουταναριό τα πουταναριά
      γενική του πουταναριού των πουταναριών
    αιτιατική το πουταναριό τα πουταναριά
     κλητική πουταναριό πουταναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουταναριό < πουτάν(α) + -αριό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pu.ta.naɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐τα‐να‐ριό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουταναριό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]