πουτανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πουτανιά | οι | πουτανιές |
γενική | της | πουτανιάς | των | πουτανιών |
αιτιατική | την | πουτανιά | τις | πουτανιές |
κλητική | πουτανιά | πουτανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουτανιά θηλυκό
- η συμπεριφορά της πουτάνας
- (κατ’ επέκταση, προφορικό) τρόπος συμπεριφοράς με κύριο γνώρισμα την πονηριά ή ακόμη κι άλλα αθέμιτα μέσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στην πουτάνα πουτανιές; : πας να μου τη φέρεις με τρόπο που ήδη ξέρω;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουτανιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)