πούρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούρο τα πούρα
      γενική του πούρου των πούρων
    αιτιατική το πούρο τα πούρα
     κλητική πούρο πούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα πούρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούρο < από την ιταλική φράση: "puro tabacco di Havana" (καθαρός καπνός Αβάνας) < ισπανική puro (αγνός, καθαρός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πούρο ουδέτερο

  • φύλλα καπνού, κομμένα και κυλινδρικά τυλιγμένα μέσα σε άλλα φύλλα καπνού, για κάπνισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]