πούστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πούστικος
- (προφορικό) που έχει σχέση με πούστη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (προφορικό, μεταφορικά) ανήθικος, ανέντιμος
- (προφορικό, μεταφορικά) που μας προξενεί δυσκολίες ή ταλαιπωρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πούστικος
|