ππούλιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ππούλιν από το Τούρκικο pul

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ππούλιν ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]