πράξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐ξει
- ομόηχο: πράξη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πράξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πράττω
- θα πράξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πράττω
- να πράξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πράττω