πραγματευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραγματευτής αρσενικό

  • (επάγγελμα) μορφή του πραματευτής χωρίς αφομοίωση του γάμα
    ※  15ος αιώνας Γεώργιος Χοῦμνος, Κοσμογονία, 1583
    Πραγματευτάδες, ξεύρετε […]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πραγμᾰτευτα-
ονομαστική πραγματευτής οἱ πραγματευταί
      γενική τοῦ πραγματευτοῦ τῶν πραγματευτῶν
      δοτική τῷ πραγματευτ τοῖς πραγματευταῖς
    αιτιατική τὸν πραγματευτήν τοὺς πραγματευτᾱ́ς
     κλητική ! πραγματευτᾰ́ πραγματευταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πραγματευτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πραγματευταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματευτής < αρχαία ελληνική πραγματεύ(ομαι) + -τής < πρᾶγμα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πραματευτής νέα ελληνικά: πραματευτής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραγματευτής, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (επάγγελμα) ο ασχολούμενος με το εμπόριο, άνθρωπος του εμπορίου, εμπορρικός αντιπρόσωπος, εμπορικός πράκτορας
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος Περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι, 831.A.2
    ἄλλος δ΄ ἐξ ἄλλου δέχεται τοκιστὴς ἢ πραγματευτὴς

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πραγματεύομαι και πρᾶγμα

Πηγές[επεξεργασία]