πραγματώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγματώνω < πράγμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliser)
Ρήμα[επεξεργασία]
πραγματώνω (παθητική φωνή: πραγματώνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απραγμάτωτος
- αυτοπραγματώνομαι
- αυτοπραγμάτωση
- πραγμάτωση
- → δείτε τις λέξεις πράγμα και πράττω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πραγματώνω | πραγμάτωνα | θα πραγματώνω | να πραγματώνω | πραγματώνοντας | |
β' ενικ. | πραγματώνεις | πραγμάτωνες | θα πραγματώνεις | να πραγματώνεις | πραγμάτωνε | |
γ' ενικ. | πραγματώνει | πραγμάτωνε | θα πραγματώνει | να πραγματώνει | ||
α' πληθ. | πραγματώνουμε | πραγματώναμε | θα πραγματώνουμε | να πραγματώνουμε | ||
β' πληθ. | πραγματώνετε | πραγματώνατε | θα πραγματώνετε | να πραγματώνετε | πραγματώνετε | |
γ' πληθ. | πραγματώνουν(ε) | πραγμάτωναν πραγματώναν(ε) |
θα πραγματώνουν(ε) | να πραγματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πραγμάτωσα | θα πραγματώσω | να πραγματώσω | πραγματώσει | ||
β' ενικ. | πραγμάτωσες | θα πραγματώσεις | να πραγματώσεις | πραγμάτωσε | ||
γ' ενικ. | πραγμάτωσε | θα πραγματώσει | να πραγματώσει | |||
α' πληθ. | πραγματώσαμε | θα πραγματώσουμε | να πραγματώσουμε | |||
β' πληθ. | πραγματώσατε | θα πραγματώσετε | να πραγματώσετε | πραγματώστε | ||
γ' πληθ. | πραγμάτωσαν πραγματώσαν(ε) |
θα πραγματώσουν(ε) | να πραγματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πραγματώσει | είχα πραγματώσει | θα έχω πραγματώσει | να έχω πραγματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πραγματώσει | είχες πραγματώσει | θα έχεις πραγματώσει | να έχεις πραγματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πραγματώσει | είχε πραγματώσει | θα έχει πραγματώσει | να έχει πραγματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πραγματώσει | είχαμε πραγματώσει | θα έχουμε πραγματώσει | να έχουμε πραγματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πραγματώσει | είχατε πραγματώσει | θα έχετε πραγματώσει | να έχετε πραγματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πραγματώσει | είχαν πραγματώσει | θα έχουν πραγματώσει | να έχουν πραγματώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγματώνω
|