πραγματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματώνω < πράγμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliser)

Ρήμα[επεξεργασία]

πραγματώνω (παθητική φωνή: πραγματώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]