πρεσβυτέριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πρεσβῠτέριο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | πρεσβυτέριον | τὰ | πρεσβυτέριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πρεσβυτερίου | τῶν | πρεσβυτερίων | ||||
δοτική | τῷ | πρεσβυτερίῳ | τοῖς | πρεσβυτερίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πρεσβυτέριον | τὰ | πρεσβυτέριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πρεσβυτέριον | πρεσβυτέριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρεσβυτερίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πρεσβυτερίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρεσβυτέριον < πρεσβύτερ(ος) + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πρεσβυτέριο (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρεσβῠτέριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πρεσβυτέριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρεσβυτέριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ιον (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)