πριμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριμ ουδέτερο άκλιτο
- πρόσθετα χρήματα που δίνονται σε εργαζόμενο ως κίνητρο για την επίτευξη στόχου, αυξημένη παραγωγικότητα κ.λπ.
- είδος πριμοδότησης ή επιδότησης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πριμ
|