πριμιτιβιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριμιτιβιστής οι πριμιτιβιστές
      γενική του πριμιτιβιστή των πριμιτιβιστών
    αιτιατική τον πριμιτιβιστή τους πριμιτιβιστές
     κλητική πριμιτιβιστή πριμιτιβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριμιτιβιστής < αγγλική primitivist

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριμιτιβιστής αρσενικό (θηλυκό πριμιτιβίστρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]