προβηγκιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβηγκιανός < Προβηγκία
Επίθετο[επεξεργασία]
προβηγκιανός, -ή, -ό
- σχετικός με την Προβηγκία
προβηγκιανός, -ή, -ό