προβολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβολικός η προβολική το προβολικό
      γενική του προβολικού της προβολικής του προβολικού
    αιτιατική τον προβολικό την προβολική το προβολικό
     κλητική προβολικέ προβολική προβολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβολικοί οι προβολικές τα προβολικά
      γενική των προβολικών των προβολικών των προβολικών
    αιτιατική τους προβολικούς τις προβολικές τα προβολικά
     κλητική προβολικοί προβολικές προβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβολικός < προβολή / προβολέας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική projectif)

Επίθετο[επεξεργασία]

προβολικός, -ή, -ό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]