προγευματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγευματίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προγευματίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.ʝev.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐γευ‐μα‐τί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

προγευματίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]