προγεφύρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προγεφύρωμα τα προγεφυρώματα
      γενική του προγεφυρώματος των προγεφυρωμάτων
    αιτιατική το προγεφύρωμα τα προγεφυρώματα
     κλητική προγεφύρωμα προγεφυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγεφύρωμα (μαρτυρείται από το 1873)[1] < προ- + γεφύρωμα, απόδοση για τη γερμανική Brückenkopf[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προγεφύρωμα ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) οχυρωμένη θέση που χρησιμοποιείται ως ορμητήριο κατά εχθρικών στρατευμάτων
  2. (μεταφορικά) μεταβατική κατάσταση που λειτουργεί ευνοϊκά για επίτευξη μελλοντικών στόχων
     συνώνυμα: έρεισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 841, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]