προγραμματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγραμματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προγραμματίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προγραμματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προγραμματίζω