προδοκέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδοκέω < πρό + δοκέω

Ρήμα[επεξεργασία]

προδοκέω-προδοκῶ

  1. καθορίζω εκ των προτέρω
    ὥσπερ προὐδέδοκτο αὐτοῖς
  2. η προηγούμενη άποψή μου, αυτά που πίστευα πριν
    ὥσπερ ὑπέμνησέν με ῥηθεὶς ὅτι καὶ αὐτῷ μοι ταῦτα προυδέδοκτο (: η αναφορά σου μου υπενθύμισε ότι κι εγώ πίστευα σε αυτό προτύτερα -Πλ. Φαίδρ. 88)