προδοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προδοτικός η προδοτική το προδοτικό
      γενική του προδοτικού της προδοτικής του προδοτικού
    αιτιατική τον προδοτικό την προδοτική το προδοτικό
     κλητική προδοτικέ προδοτική προδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προδοτικοί οι προδοτικές τα προδοτικά
      γενική των προδοτικών των προδοτικών των προδοτικών
    αιτιατική τους προδοτικούς τις προδοτικές τα προδοτικά
     κλητική προδοτικοί προδοτικές προδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδοτικός < προδότης

Επίθετο[επεξεργασία]

προδοτικός

αποκαλύφθηκε ο προδοτικός ρόλος του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]