προδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προδρομικός η προδρομική το προδρομικό
      γενική του προδρομικού της προδρομικής του προδρομικού
    αιτιατική τον προδρομικό την προδρομική το προδρομικό
     κλητική προδρομικέ προδρομική προδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προδρομικοί οι προδρομικές τα προδρομικά
      γενική των προδρομικών των προδρομικών των προδρομικών
    αιτιατική τους προδρομικούς τις προδρομικές τα προδρομικά
     κλητική προδρομικοί προδρομικές προδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδρομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

προδρομικός, -η, -ο

  • που προηγείται, προετοιμάζει το έδαφος
    ※  […] την εποχή του Παπαρρηγοπούλου ο όρος «σοσιαλισμός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στην Ευρώπη και γι' αυτό χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνισμός». Ο κοινωνισμός του Πλήθωνος λοιπόν αποτελεί για τον Παπαρρηγόπουλο ένα περίεργο πρωθύστερο ή προδρομικό φαινόμενο, το όποιο μάλιστα προσπαθεί να το συν­δέσει με τα ρεύματα της «φυσιοκρατίας» στην Ευρώπη
    Λίνος Μπενάκης, «Ο Πλήθων στην νεοελληνική σκέψη και έρευνα (1900-1975)», Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Πληθωνικών και Βυζαντινών Μελετών: τόμος Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στον Πλήθωνα και την εποχή του, επιμέλεια: Λ. Μπενάκης & Χρήστος Μπαλόγλου. Αθήνα - Μυστράς, 2003, ISBN 960-87144-1-9), σ. 35

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]