προεξέχων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεξέχων η προεξέχουσα το προεξέχον
      γενική του προεξέχοντος της προεξέχουσας
προεξεχούσης*
του προεξέχοντος
    αιτιατική τον προεξέχοντα την προεξέχουσα το προεξέχον
     κλητική προεξέχων προεξέχουσα προεξέχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεξέχοντες οι προεξέχουσες τα προεξέχοντα
      γενική των προεξεχόντων των προεξεχουσών των προεξεχόντων
    αιτιατική τους προεξέχοντες τις προεξέχουσες τα προεξέχοντα
     κλητική προεξέχοντες προεξέχουσες προεξέχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεξέχων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεξέχων

Μετοχή[επεξεργασία]

προεξέχων, -ουσα, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προεξέχων προεξέχουσ τὸ προεξέχον
      γενική τοῦ προεξέχοντος τῆς προεξεχούσης τοῦ προεξέχοντος
      δοτική τῷ προεξέχοντ τῇ προεξεχούσ τῷ προεξέχοντ
    αιτιατική τὸν προεξέχοντ τὴν προεξέχουσᾰν τὸ προεξέχον
     κλητική ! προεξέχων προεξέχουσ προεξέχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προεξέχοντες αἱ προεξέχουσαι τὰ προεξέχοντ
      γενική τῶν προεξεχόντων τῶν προεξεχουσῶν τῶν προεξεχόντων
      δοτική τοῖς προεξέχουσῐ(ν) ταῖς προεξεχούσαις τοῖς προεξέχουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς προεξέχοντᾰς τὰς προεξεχούσᾱς τὰ προεξέχοντ
     κλητική ! προεξέχοντες προεξέχουσαι προεξέχοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προεξέχοντε τὼ προεξεχούσ τὼ προεξέχοντε
      γεν-δοτ τοῖν προεξεχόντοιν τοῖν προεξεχούσαιν τοῖν προεξεχόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

προεξέχων, -ουσα, -ον (ελληνιστική κοινή)