προεπισκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεπισκόπηση οι προεπισκοπήσεις
      γενική της προεπισκόπησης των προεπισκοπήσεων
    αιτιατική την προεπισκόπηση τις προεπισκοπήσεις
     κλητική προεπισκόπηση προεπισκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεπισκόπηση < προ- + επισκόπηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεπισκόπηση θηλυκό

  1. το να βλέπει κανείς ποια θα είναι τα αποτελέσματα των αλλαγών του σε μια ιστοσελίδα πριν τις αποθηκεύσει
  2. προεπισκόπηση εκτύπωσης: το να βλέπει κανείς στην οθόνη του ποια εμφάνιση θα έχει ένα εκτυπωμένο έγγραφο πριν το εκτυπώσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]