προηγούμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προηγούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προηγούμενος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προηγούμενο ουδέτερο

  • γεγονός που έχει συμβεί στο παρελθόν ή συμβαίνει για πρώτη φορά και λειτουργεί ως πρότυπο για να συμβούν στο μέλλον παρόμοια γεγονότα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]