προθρομβίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προθρομβίνη οι προθρομβίνες
      γενική της προθρομβίνης των προθρομβινών
    αιτιατική την προθρομβίνη τις προθρομβίνες
     κλητική προθρομβίνη προθρομβίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προθρομβίνη (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική prothrombin ή (άμεσο δάνειο) γαλλική prothrombine[1]
Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prothrombine, προ- + θρόμβ(ος) + -ίνη[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προθρομβίνη θηλυκό

  • (βιοχημεία) πρωτεΐνη του πλάσματος που παράγεται στο συκώτι και παίζει σπουδαίο ρόλο στην πήξη του αίματος
    ※  Ο χρόνος προθρομβίνης είναι μία από τις σημαντικές μετρήσεις που αφορούν την ομαλή πηκτικότητα του αίματος. Η προθρομβίνη σχηματίζεται στο ήπαρ με τη βοήθεια της βιταμίνης Κ. Σε περίπτωση ιστικού τραύματος ενεργοποιείται μια σειρά παραγόντων πήξης. Ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης η προθρομβίνη μετατρέπεται σε θρομβίνη, αντίδραση απαραίτητη για το σχηματισμό θρόμβου και την ομαλή πορεία της αιμόστασης. Ο χρόνος προθρομβίνης εκτιμάται με το INR σε αντιπαραβολή με τον χρόνο προθρομβίνης υγιούς ατόμου. Εάν το αίμα πήζει αργά, ο χρόνος προθρομβίνης παρατείνεται.
    Αναστασία Μοσχοβάκη, Πώς εξετάζουμε την ομαλή πηκτικότητα του αίματος;, @capital.gr/health, 17-06-2013, ημερομηνία ανάκτησης: 28-11-2023.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. προθρομβίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προθρομβίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.