προκαταλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκαταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préoccuper) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.ka.ta.laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

προκαταλαμβάνω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, π.αόρ.: προκαταλήφθηκα, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις προ, καταλαμβάνω και λαμβάνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

προκαταλαμβάνω

  1. καταλαμβάνω, κυριεύω από πριν
  2. επέρχομαι αιφνιδίως
  3. κερδίζω για τον εαυτό μου εκ των προτέρων, προσελκύω
  4. εξασφαλίζω
  5. υπερισχύω εκ των προτέρων
  6. δένω σταθερά
  7. (μεταφορικά) προλαμβάνω, ματαιώνω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 18.2
    τὸν γὰρ προύχοντα οὐ μόνον ἐπιόντα τις ἀμύνεται, ἀλλὰ καὶ ὅπως μὴ ἔπεισι προκαταλαμβάνει.
    Δεν αποκρούει κανείς τον ισχυρότερο μόνο άμα αυτός επιτεθεί, αλλά παίρνει μέτρα εναντίον του για ν᾽ αποτρέψει την επίθεση.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  8. (μεταφορικά) (για πρόσωπα) προλαμβάνω ή βρίσκω αιφνιδίως
  9. (στην παθητική φωνή) καταλαμβάνομαι από πριν, κυριεύομαι εκ των προτέρων
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 89.2
    καὶ βοηθείας γενομένης πάντων Βοιωτῶν (οὐ γάρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν) προκαταλαμβάνονται αἵ τε Σῖφαι καὶ ἡ Χαιρώνεια.
    Επειδή ο Ιπποκράτης δεν είχε ακόμα φτάσει στο έδαφός τους για να τους δημιουργήσει αντιπερισπασμό, όλοι οι Βοιωτοί έτρεξαν να βοηθήσουν και πρόλαβαν να πιάσουν τις Σίφες και την Χαιρώνεια.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 4.36
    γιγνώσκων δ᾽ ὅτι εἰ μή τις προκαταλήψοιτο τὸν Κιθαιρῶνα, οὐ ῥᾴδιον ἔσται εἰς τὰς Θήβας ἐμβαλεῖν,
    Ξέροντας ότι δεν ήταν εύκολο να εισβάλει κανένας στη Θήβα αν δεν είχε καταλάβει από πριν τον Κιθαιρώνα,
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  10. (στην παθητική φωνή) διαπραγματεύομαι εκ των προτέρων
  11. (στην παθητική φωνή) γίνομαι κατανοητός εκ των προτέρων από κάποιον
  12. (στην παθητική φωνή) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ των προτέρων, προκαθορίζομαι
  13. (στην παθητική φωνή) είμαι προκατειλημμένος

Πηγές[επεξεργασία]