προκείμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκείμενος η προκείμενη το προκείμενο
      γενική του προκείμενου της προκείμενης του προκείμενου
    αιτιατική τον προκείμενο την προκείμενη το προκείμενο
     κλητική προκείμενε προκείμενη προκείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκείμενοι οι προκείμενες τα προκείμενα
      γενική των προκείμενων των προκείμενων των προκείμενων
    αιτιατική τους προκείμενους τις προκείμενες τα προκείμενα
     κλητική προκείμενοι προκείμενες προκείμενα
* Το θηλυκό στον ενικό & προκειμένη, προκειμένης
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκείμενος < αρχαία ελληνική προκείμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος πρόκειμαι < πρό + κεῖμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

προκείμενος - προκείμενη & προκειμένη - προκείμενο

  1. που απλώνεται, βρίσκεται μπροστά μας, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, το θέμα που πρέπει να συζητήσουμε
    θέλω να συζητήσουμε το προκείμενο ζήτημα
    θέλω να εστιαστούμε στο προκείμενο ή επί του προκειμένου
    • εν προκειμένω: στην προκειμένη περίπτωση
      μα εν προκειμένω φταίει η εταιρία και όχι ο καταναλωτής
  2. προκειμένου να: για να συμβεί κάτι το επιθυμητό ή να μη συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο
    • Προκειμένου να μαλώσουμε, καλύτερα να υποχωρήσω εγώ. (=από το να μαλώσουμε, καλύτερα ...)
    • Θα κάνω τα πάντα προκειμένου να πετύχω. (=για να πετύχω)
  3. προκειμένου για: όταν/εφόσον πρόκειται για ..., στην περίπτωση του ...
    • Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται: [...] Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας. (νόμος 2238, άρθρο 18)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]