προκριματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκριματικός η προκριματική το προκριματικό
      γενική του προκριματικού της προκριματικής του προκριματικού
    αιτιατική τον προκριματικό την προκριματική το προκριματικό
     κλητική προκριματικέ προκριματική προκριματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκριματικοί οι προκριματικές τα προκριματικά
      γενική των προκριματικών των προκριματικών των προκριματικών
    αιτιατική τους προκριματικούς τις προκριματικές τα προκριματικά
     κλητική προκριματικοί προκριματικές προκριματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκριματικός < γαλλική préjudiciel
Η λέξη μαρτυρείται από το 1883

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.kɾi.ma.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pɾo.kɾi.ma.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pɾo.kɾi.ma.tiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

προκριματικός, -ή, ό

  1. που σχετιζεται με την αρχική κι όχι την τελική κρίση για κάτι
     συνώνυμα: προκαταρκτικός
    προκριματικός διαγωνισμός / γύρος συζητήσεων
  2. (αθλητισμός) που το αποτέλεσμά του θα αναδείξει ποιοι αθλητές ή ποιες ομάδες θα συνεχίσουν στην επόμεση φάση (ενός αθλήματος, μιας διοργάνωσης)
    στον προκριματικό αγώνα πήρε εύκολα τη δεύτερη θέση και πέρασε στην ημιτελική φάση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]