προλετάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προλετάριος οι προλετάριοι
      γενική του προλετάριου των προλετάριων
    αιτιατική τον προλετάριο τους προλετάριους
     κλητική προλετάριε προλετάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προλετάριος < (άμεσο δάνειο) ιταλική proletario[1] [2] < λατινική proletarius < proles (απόγονος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.leˈta.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐λε‐τά‐ρι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προλετάριος αρσενικό (θηλυκό: προλετάρια & προλετάρισσα)

  1. (κοινωνιολογία) ο άνθρωπος που, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ανήκει στην τάξη των μισθωτών εργατών, ζει μόνο από το μεροκάματό του και δεν μπορεί να ελέγξει τα μέσα παραγωγής
  2. (ιστορία) ο άνθρωπος που, στην αρχαία Ρώμη, ανήκε στην κατώτερη οικονομική τάξη, δεν μπορούσε να φορολογηθεί, διότι δεν είχε εισοδήματα, και υπηρετούσε την πατρίδα μέσω των απογόνων του, τους οποίους προσέφερε ως στρατιώτες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. προλετάριοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προλετάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας