προμήτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμήτωρ οι προμήτορες
      γενική της προμήτορος των προμητόρων
    αιτιατική την προμήτορα τις προμήτορες
     κλητική προμήτορ προμήτορες
Κατηγορία όπως «βασιλομήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμήτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμήτωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προμήτωρ θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γενάρχης

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προμήτωρ αἱ προμήτορες
      γενική τῆς προμήτορος τῶν προμητόρων
      δοτική τῇ προμήτορ ταῖς προμήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προμήτορ τὰς προμήτορᾰς
     κλητική ! προμῆτορ προμήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμήτορε
γεν-δοτ τοῖν  προμητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμήτωρ < προ- + -μήτωρ. Κατά το προπάτωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προμήτωρ, -ορος θηλυκό

  1. η ιδρύτρια ενός γένους, γενάρχης
  2. (ως αρσενικό) ο εκ μητρός παππούς (στον Ησύχιο)
    <προμήτωρ> πατὴρ μητρός Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]