προνομιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προνομιακός < από το ουσ. προνόμιο
Επίθετο[επεξεργασία]
προνομιακός
- Αυτός που αποδίδει προνόμια
- Είναι σκανδαλώδης η προνομιακή αντιμετώπιση ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων από το κράτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προνομιακός