προξενώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προξενώ < αρχαία ελληνική προξενέω-προξενῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

προξενώ

η απρόσεχτη οδήγηση προξενεί πολλούς θανάτους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]