προπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προπονῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπονώ < αρχαία ελληνική προπονέω / προπονῶ < πρό + πονέω / πονῶ < πόνος < πένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen-

Ρήμα[επεξεργασία]

προπονώ (παθητική φωνή: προπονούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]