προσγείωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσγείωση οι προσγειώσεις
      γενική της προσγείωσης* των προσγειώσεων
    αιτιατική την προσγείωση τις προσγειώσεις
     κλητική προσγείωση προσγειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσγείωση < προσγειώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrissage)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσγείωση θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) η προσεδάφιση στη γη εναέριου μέσου
  2. (μεταφορικά) η επιστροφή στην πραγματικότητα για κάποιον που αιθεροβατεί

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]