προσορμίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσορμίζομαι < αρχαία ελληνική προσορμίζομαι < πρός + ὅρμος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσορμίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]