προσρόφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσρόφηση οι προσροφήσεις
      γενική της προσρόφησης* των προσροφήσεων
    αιτιατική την προσρόφηση τις προσροφήσεις
     κλητική προσρόφηση προσροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσρόφηση < προσροφώ, προσροφη- + -σις > -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσρόφηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]