προσφυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφυγή οι προσφυγές
      γενική της προσφυγής των προσφυγών
    αιτιατική την προσφυγή τις προσφυγές
     κλητική προσφυγή προσφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφυγή < ελληνιστική < προσφεύγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσφυγή θηλυκό

  1. η ενέργεια του προσφεύγω, η αναζήτηση διεξόδου σε κάποιο πρόβλημα
    η προσφυγή στις κάλπες
  2. η αίτηση σε επίσημη αρχή για την επανεξέταση ενός θέματος
    η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]