προσχεδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσχεδιάζω < μεσαιωνική ελληνική προσχεδιάζω < προ- + σχεδιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσχεδιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]