προσωδιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωδιακός η προσωδιακή το προσωδιακό
      γενική του προσωδιακού της προσωδιακής του προσωδιακού
    αιτιατική τον προσωδιακό την προσωδιακή το προσωδιακό
     κλητική προσωδιακέ προσωδιακή προσωδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωδιακοί οι προσωδιακές τα προσωδιακά
      γενική των προσωδιακών των προσωδιακών των προσωδιακών
    αιτιατική τους προσωδιακούς τις προσωδιακές τα προσωδιακά
     κλητική προσωδιακοί προσωδιακές προσωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωδιακός < ελληνιστική κοινή προσῳδιακός < αρχαία ελληνική προσῳδία

Επίθετο[επεξεργασία]

προσωδιακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]