προτίθεμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτίθεμαι < αρχαία ελληνική προτίθεμαι, μέση φωνή του ρήματος προτίθημι < πρό + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

προτίθεμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

προτίθεμαι

  1. προτίθεμαι
  2. θέτω κάτι ενώπιόν μου, το προβάλλω, το θέτω ως προτεραιότητα
  3. συγκαλώ συμβούλιο
  4. αυτοπροτείνομαι, προβάλλομαι, ξεπροβάλλομαι